πανάθεσμος

πανάθεσμος
πανάθεσμος, -ον (Α)
παράνομος από κάθε άποψη.
επίρρ...
παναθέσμως (Μ)
με εντελώς παράνομο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἄθεσμος «άνομος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πανάθεσμος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναθέσμως — πανάθεσμος adverbial πανάθεσμος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάθεσμον — πανάθεσμος masc/fem acc sg πανάθεσμος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάθεσμοι — πανάθεσμος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού …   Dictionary of Greek

  • παναθέσμιος — παναθέσμιος, ον (Α) πανάθεσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄθεσμος + κατάλ. ιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”